λαύρα

λαύρα
η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη)
νεοελλ.-μσν.
1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί
2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή
3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί
4. (γενικά) μοναστήρι
5. (εσφ. γρφ.) η λάβρα
αρχ.
1. στενή δίοδος στενωπός, σοκάκι
2. (στη Σάμο και στην Αλεξάνδρεια) στενός υπόστεγος δρόμος που χρησίμευε ως αγορά όπου οι γυναίκες πουλούσαν διάφορα εκλεκτά τρόφιμα και γλυκίσματα
3. πύλη διόδου τού λαού, λεωφόρος («τήναν τὰν λαύραν τᾷ θ' αἱ δρύες», Θεόκρ.)
4. ατραπός
5. οχετός, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λᾶας* (πρβλ. αλβ. lere «πέτρες, ορυκτά») «λίθος», οπότε θα είχε και τη σημ. «πετρώδης, βραχώδης ατραπός, δρόμος ή λιθόστρωτο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαύρα — λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc/acc dual λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρᾳ — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η μοναστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρας — λαύρᾱς , λαύρα alley fem acc pl λαύρᾱς , λαύρα alley fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραι — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραν — λαύρᾱν , λαύρα alley fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρέων — λαύρα alley fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρῶν — λαύρα alley fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαῦραι — λαύρα alley fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”